συνεγκέφαλος

συνεγκέφαλος
ο, Ν
1. βιολ. δευτερογενής εγκέφαλος που σχηματίζεται σε μερικά αρθρόποδα από την ένωση με τον εγκέφαλο ενός ή περισσότερων γαγγλίων τού κοιλιακού νευρικού σχοινιού
2. ανατ. τμήμα τού εμβρυϊκού εγκεφάλου, μεταξύ τού διεγκεφάλου και τού μεσεγκεφάλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”